- μαστορεύω
- (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας]εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι»)νεοελλ.1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω2. μτφ. (ιδίως για κακή πράξη) καθοδηγώ ή εξασκώ κάποιον στο να εκτελεί επιδέξια μια πράξη, δασκαλεύω («μαστορεύει το παιδί του να λέει ψέματα»)3. μτφ. (το παθ.) μαστορεύομαι(ιδίως για κακή πράξη) προσχεδιάζομαι και εκτελούμαι επιδέξια, μεθοδεύομαι («μαστορεύθηκε η χρεωκοπία για πολιτικούς λόγους»)4. (για πρόσωπα) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) μαστορεμένος, -η, -οα) αυτός που έχει επιδέξια διδαχθεί ή ασκηθεί σε πράξη ή ομιλία η οποία εξυπηρετεί το συμφέρον εκείνου που τόν καθοδήγησε, ο δασκαλεμένος («οι μάρτυρες ήταν καλά μαστορεμένοι να πουν αυτό που ήθελε ο συνήγορος»)β) αυτός που έχει καλά ασκηθεί σε τέχνη η οποία απαιτεί επιτηδειότητα, ικανότητα και εμπειρία, καλά εξασκημένος, γυμνασμένος («στρατιώτες αντρειωμένους... καλά μαστορεμένους», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-μσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) δουλεμένος με μαστοριά, επιδέξια κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος, καλοδουλεμένος («κλεψιά μαστορεμένη»)μσν.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ικανός, επιτήδειος2. (το μέσ.) α) στολίζομαι με επιτηδειότηταβ) συναγωνίζομαι με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.